- πριονιστής
- ο, Νεργάτης ειδικευμένος στο πριόνισμα («οι θόρυβοι τών ναυπηγών, τών πριονιστών και τών καλαφατών», Παπαδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πριονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.